- βυζαντιακός
- -ή, -ό (Α βυζαντιακός, -ή, -όν) [Βυζάντιον]αυτός που ανήκει στο Βυζάντιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… … Dictionary of Greek